Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Μία ψύχραιμη αριστερή δύναμη

Μία ψύχραιμη αριστερή δύναμη


Το 1993, μόλις πέντε από τα δεκατέσσερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Ωστόσο, το 1998 ο αριθμός των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων είχε αυξηθεί σε δώδεκα.
Οι εκλογικές αναμετρήσεις εκείνης της περιόδου περιόρισαν τις δεξιές κυβερνήσεις σε μόλις δύο. Εγκαινιάστηκε έτσι μια βραχύβια άνοιξη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ενώ, προς στιγμήν όμως, φάνηκε να επαναπολιτικοποιείται η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ήταν η εποχή των πρώτων ευρωπορειών, του αιτήματος για 35άωρο αλλά και του πρόσκαιρου «Μακροοικονομικού Διαλόγου της Κολονίας», μιας θεσμοθετημένης διαδικασίας διαλόγου μεταξύ των ευρωπαϊκών κοινωνικών εταίρων (άρα και των συνδικάτων) με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την ΕΚΤ, με αντικείμενο την οικονομική και νομισματική πολιτική.
Μολονότι η νέα σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα, εισήγαγε μια λογική «ρυθμισμένης απορρύθμισης». Η συντηρητική οικονομική πολιτική που απέρρεε από την Συνθήκη του Μάαστριχτ δεν αμφισβητήθηκε από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ενισχύθηκε όμως η κοινωνική διάσταση των κοινοτικών πολιτικών. Τον ακραιφνή νεοφιλελευθερισμό της Θάτσερ διαδέχτηκε ένας νεοφιλελευθερισμός με «κοινωνικές πρόνοιες» του Σρέντερ. Βέβαια, μπορεί αυτός ο νεοφιλελευθερισμός να ήταν «φιλικότερος στον χρήστη» παρέμενε όμως νεοφιλελευθερισμός, δηλαδή μια βαθιά αντικοινωνική φιλοσοφία και πρακτική. Η μετατόπιση του σοσιαλδημοκρατικού προγραμματικού λόγου από την ισότητα του αποτελέσματος στην ισότητα των ευκαιριών, η μετατόπιση από την έννοια της ισότητας στην έννοια της καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού, η οργανική ενσωμάτωση θέσεων της νεοφιλελεύθερης ατζέντας (όπως οι ιδιωτικοποιήσεις και η ενίσχυση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας), αποξένωσε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από τα κοινωνικά στρώματα που τη στήριζαν παραδοσιακά. Κυρίως, ο περιορισμός του κοινωνικού κράτους, που αποτελεί τη ναυαρχίδα της σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης, κατέστησε δυσδιάκριτες τις διαφορές ανάμεσα στα σοσιαλδημοκρατικά και στα συντηρητικά κόμματα. Έως το 2004, οι συντηρητικοί είχαν κερδίσει τις εκλογικές αναμετρήσεις σε δέκα κράτη μέλη και οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις είχαν περιοριστεί πάλι σε τέσσερεις, ενώ οι συνέπειες της κατάρρευσης της σοσιαλδημοκρατίας αποδείχτηκαν ευρύτερες. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 έως και σήμερα, η κυριαρχία των συντηρητικών κομμάτων έθεσε την Ευρώπη σε κωματώδη ύπνο από τον οποίο δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα είναι μια μίζερη Ένωση δίχως όραμα, θέληση, προοπτική που ταλανίζεται υπό το βάρος εθνικιστικών πιέσεων και εθνικών ανταγωνισμών. Αυτό το πράγμα δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά.
Η ΔΗΜΑΡ είναι ένα μικρό κόμμα σε μια μικρή χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας, με γνωστές πολιτικές ανεπάρκειες. Αυτό όμως το μικρό κόμμα είναι μια ελπίδα έστω και πρόσκαιρη, για αλλαγή εδώ και στην Ευρώπη. Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή υπόθεση, η επανανακάλυψη της Ευρώπης απαιτεί μια σοσιαλδημοκρατία. Όχι όμως οποιασδήποτε κοπής. Η απογοητευτική πορεία της διακυβέρνησης Ολάντ αλλά και το πρόσφατο παρελθόν δείχνει ότι η ενίσχυση της σοσιαλδημοκρατίας από μόνη της δεν φτάνει, χρειάζεται μια Αριστερή Σοσιαλδημοκρατία με ανοιχτό μέτωπο με τον νεοφιλελευθερισμό και τις πολιτικές λιτότητας.
Σε ό,τι αφορά τα δικά μας, ο τόπος έχει ανάγκη από μία ψύχραιμη, αριστερή και οικολογική πολιτική δύναμη. Η ύπαρξη αυτής της δύναμης συνιστά συνθήκη σταθερότητας για τον τόπο και την κοινωνία. Είτε ως «αριστερό φρένο» στις εξαλλοσύνες της δεξιάς, είτε ως χαλινάρι ρεαλισμού στον αριστερό μανιχαϊσμό, ο τόπος χρειάζεται έναν μεσαίο χώρο ενδογενώς προκατειλημμένο υπέρ της κοινωνίας και του περιβάλλοντος. Σε τελική ανάλυση, μετά την προσχώρηση του ΠΑΣΟΚ στη στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας, η ΔΗΜΑΡ ανεξαρτήτως των εκλογικών της ποσοστών συνιστά εν τοις πράγμασι τον μεσαίο προοδευτικό χώρο. Υπό αυτή την έννοια, η ύπαρξη της ΔΗΜΑΡ προσφέρει υπηρεσίες στην κοινωνία που κανένα άλλο κόμμα δεν προσφέρει σήμερα. Αντίστοιχα, η ενδεχόμενη αποτυχία της να εκπροσωπηθεί στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο (με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό), αντικειμενικά περιορίζει τις δυνατότητες εύρεσης προοδευτικών λύσεων στη βαθιά κρίση που ακόμα ταλανίζει την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Για αυτό το λόγο, δηλαδή ακριβώς επειδή τα «στοιχήματα που παίζονται» για το μέλλον αυτής της χώρας είναι ακόμα μεγάλα, η παρουσία της ΔΗΜΑΡ είναι αναντικατάστατη. Η ίδια φυσικά πρέπει να αλλάξει, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει και ο κόσμος της ανανεωτικής αριστεράς και οι προοδευτικοί πολίτες να της δώσουν τη δυνατότητα.
Ο Γιώργος Ιωαννίδης είναι οικονομολόγος και υποψήφιος ευρωβουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών