Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Κωμωδία ιδεών, πράξη δεύτερη Του Δημοσθένη Κούρτοβικ, NEA,


Κωμωδία ιδεών, πράξη δεύτερη


Του Δημοσθένη Κούρτοβικ, NEA, 23.11.12
Και ξαφνικά ο κ. Παναγιώτης  Λαφαζάνης έγινε ενδιαφέρων. Η δήλωσή του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ακόμη έτοιμος να κυβερνήσει ακούστηκε μέσα στο μπολσεβίκικο παραλήρημα του συριζαίικου Ανώτατου Σοβιέτ σαν τη φωνή κάποιου που, μπολσεβίκος και αυτός, από τους πιο αρειμάνιους μάλιστα, ξεστομίζει αναπάντεχα, σαν να σαστίζει και ο ίδιος, μια αδιανόητα μενσεβίκικη κουβέντα. Η δήλωση αυτή, ό,τι και αν τη γέννησε (ειλικρίνεια, εχεφροσύνη, τακτικισμός, στιγμιαία έκλαμψη ή οι σάλπιγγες της Ιεριχούς, που πριν τσακίσουν τα τείχη των πολιορκημένων τσάκισαν τα νεύρα ενός από τους πιο «φυσερούς» σαλπιγκτές των πολιορκητών), ήταν σαν μια ανεξέλεγκτη σύσπαση μασκαρεμένου προσώπου, που τσαλακώνει τη μάσκα και σε αφήνει να υποψιαστείς από κάτω μια άλλη εικόνα. Μπορώ να δεχτώ τα αντιμνημονιακά επιχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα μάλιστα συμμερίζομαι τα περισσότερα. Αλλά μου είναι αδύνατο να πιστέψω ότι οι στρατηγικοί εγκέφαλοί του, ακόμη και οι Σουσλόφ των πιο ακραίων συνιστωσών, εννοούν σοβαρά τις επαγγελίες που πλασάρουν στο αλαφιασμένο από την Κρίση κοινό, τη βαυκαλιστική ρητορική που ενοχοποιεί το Μνημόνιο για όλα τα προβλήματα της χώρας και υπόσχεται επιστροφή στην προμνημονιακή νιρβάνα (και σπατάλη), ιδανικό εφαλτήριο για τον σοσιαλισμό. Δεν είναι βλάκες αυτοί οι άνθρωποι ούτε τόσο φαντασιόπληκτοι όσο τους παρουσιάζουν μερικοί εχθροί τους. Κάτι άλλο συμβαίνει εδώ.  

Πριν από τριάντα χρόνια το ΠΑΣΟΚ, εκτός του ότι ενσωμάτωσε στο σύστημα τις μάζες των υποπρονομιούχων, όπως τους αποκαλούσε, και των αποκλεισμένων λόγω φρονημάτων από το μετεμφυλιακό κράτος, απορρόφησε και πλήθος δύστροπων διανοουμένων της γενιάς του Πολυτεχνείου, αλλά και μεγαλύτερων. Τους εκμαύλισε, για να το πούμε απερίστροφα, κυρίως μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού και της περίφημης Γραμματείας Νέας Γενιάς, που μοίρασαν αφειδώς θέσεις στο Δημόσιο (συνήθως αργόμισθες), υποτροφίες για «μετεκπαίδευση» στο εξωτερικό (συνήθως χωρίς αντίκρισμα), επιχορηγήσεις πολιτιστικών οργανισμών και προγραμμάτων (συχνότατα ασήμαντων ή εικονικών) κ.λπ. Οσο έξυπνη και αποτελεσματική και αν ήταν όμως αυτή η πολιτική, δεν απορρόφησε ολόκληρη την προς απορρόφηση διανόηση. Υπήρξαν αρκετοί που αντιστάθηκαν στις πράσινες σειρήνες, όχι απαραίτητα επειδή δεν ορέγονταν και αυτοί εξουσία και προσόδους, αλλά επειδή η ιδεολογικά ριζοσπαστική ατμόσφαιρα της εποχής ή οι προσωπικοί δεσμοί τους με αριστερότερα κόμματα και οργανώσεις δυσκόλευαν τη μανούβρα της συνείδησής τους προς την αγκαλιά του αστικού καθεστώτος.

Αλλά τα χρόνια πέρασαν, οι καιροί άλλαξαν. Πενηντάρηδες και εξηντάρηδες πια, οι ανέντακτοι οραματιστές της γενιάς του Πολυτεχνείου ξεροστάλιαζαν στον ίδιο σταθμό της Ιστορίας, περιμένοντας με προϊούσα απογοήτευση το τρένο της μεγάλης, της πραγματικής Αλλαγής, όπου θα επιβιβάζονταν δικαιωματικά στην πρώτη θέση, ως ιδεολογικοί ταγοί και οργανωτικοί Ηρακλείς, με ό,τι «παράπλευρες» ωφέλειες αυτό συνεπάγεται όταν η ριζοσπαστική ιδεολογία θρονιάζεται στην κρατική εξουσία. Από την άλλη, το πολιτισμικό μποστάνι της Μεταπολίτευσης παρήγαγε στρατιές νεότερων «προοδευτικών» διανοουμένων, από πανεπιστημιακούς μέχρι ποιητές, από δικηγόρους μέχρι ηθοποιούς, που διέπρεπαν λιγότερο σε ό,τι έχει σχέση με τη δημιουργικότητα και πολύ περισσότερο στον συντεχνιακό διεκδικητισμό και στην αντίσταση σε όλα (πάντα με «προοδευτικό» πρόσχημα).
Η ματαιωμένη αναμονή των πρώτων και η μικρόχαρη πολυπραγμοσύνη των δεύτερων θα μπορούσαν χωρίς σοβαρές συνειδησιακές αβαρίες, αφού οι καιροί είχαν αλλάξει, να βρουν ανταμοιβή στους γενναιόδωρους κόλπους των μονοκομματικών κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ ή ακόμη και της Νέας Δημοκρατίας (και σε πολλές περιπτώσεις τη βρήκαν). Στο μεταξύ, όμως, οι καιροί άλλαξαν πάλι. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ «μπήκαν» απελπιστικά με το άγριο πλύσιμο στο πλυντήριο της Κρίσης και ο άνεμος άρχισε να φυσάει ξανά από αριστερότερα (και από δεξιότερα, αυτό όμως είναι άλλο κεφάλαιο). Οι μετέωροι διανοούμενοι για τους οποίους μιλάμε είδαν την ευκαιρία και την άρπαξαν από τα μαλλιά. Γιατί η καπριτσιόζα Ιστορία τούς έκανε ένα απροσδόκητο, εκπληκτικό δώρο.
Οι παλιές ιδέες τους μπορούσαν τώρα ευκολότατα, χωρίς να περάσουν από τη βάσανο της επανεξέτασης στο φως της πραγματικότητας, να γίνουν το όχημα που θα τους έφερνε στην πολυπόθητη εξουσία. Σε μια εξουσία που υποσχόταν να αλλάξει τα πάντα, για να μην αλλάξει τίποτα.
Και φτάσαμε έτσι να παρακολουθούμε τη δεύτερη πράξη στο έργο της μεταπολιτευτικής κωμωδίας ιδεών. Ενα σωρό ξέμπαρκοι ριζοσπάστες της γενιάς του Πολυτεχνείου, από εκείνους που έμειναν έξω από την κιβωτό του ΠΑΣΟΚ ή την εγκατέλειψαν μόλις άρχισε να κάνει νερά, και ένα σωρό σπουδαρχίδες επίγονοί τους βρήκαν στον ΣΥΡΙΖΑ φιλόξενο καταφύγιο και, προπαντός, σκάλα για την αναρρίχηση σε κρατικά ή έστω, για αρχή, βουλευτικά αξιώματα. Οι πρώτοι έγιναν οι ιδεολογικοί ντιζάινερ του νέου κόμματος εξουσίας, οι δεύτεροι οι πιο ευφραδείς και δυναμικοί (μερικοί θα έλεγαν αδίστακτοι) ακτιβιστές του. Και όλοι μαζί καθορίζουν τον λόγο και την πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, κατορθώνοντας το ακατόρθωτο: να νεκραναστήσουν μια μυθολογία, τη μυθολογία της Μεταπολίτευσης, στην οποία δεν πιστεύει πια κανείς, ούτε οι ίδιοι, αλλά όλοι κάνουν πως την πιστεύουν. Είναι σαν την «αιματοβαμμένη» σημαία του Πολυτεχνείου, για την οποία ηλεκτρονική εφημερίδα έγραφε πριν από λίγες μέρες σε ρεπορτάζ ότι βρισκόταν, «όπως πάντα», επικεφαλής της πορείας, ενώ λίγο παρακάτω, σε άλλο άρθρο, μας πληροφορούσε ότι η σημαία έχει πάψει εδώ και χρόνια να είναι αιματοβαμμένη, γιατί τη μπουγάδιασε η μητέρα ενός φοιτητή της ΠΑΣΠ.

Και τη στιγμή που η Ελλάδα χρειάζεται πράγματι νέες ιδέες για την υπέρβαση του Μνημονίου, εκείνοι που το διακονούν δεν έχουν καμία, ενώ εκείνοι που το αντιμάχονται επιστρατεύουν, για τους δικούς τους λόγους, τις ιδέες ακριβώς που μας οδήγησαν στο Μνημόνιο. Γι' αυτό λέμε εδώ και καιρό ότι η κρίση που ζούμε είναι πάνω απ' όλα πολιτισμική.