Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Τα σύνορα του αριστερού ρεαλισμού με τον νεοφιλελευθερισμό Νίκος Μπίστης


Τα σύνορα του αριστερού ρεαλισμού με τον νεοφιλελευθερισμό

Νίκος Μπίστης, 02/04/2012


Πρόσθεσε στο FacebookΠρόσθεσε στο DeliciousΠρόσθεσε στο NewsvineΠρόσθεσε στο Twitter
Πάντα έχω στον νου μου μια περίφημη γελοιογραφία του Βολίνσκι στην Umanite την δεκαετία του 70: ο υιός του βιομήχανου που σπουδάζει οικονομικά μπαίνει φουριόζος και χαρούμενος στο γραφείο του μπαμπά του και του ανακοινώνει «ανακάλυψα ότι δεν φταίνε οι μισθοί για την πτώση της ανταγωνιστικότητας». «Μην φωνάζεις παιδί μου και το ακούσουν αυτοί» του λέει ο πατέρας του και του δείχνει τους εργάτες στο προαύλιο. Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, η σύγχρονη Αριστερά συμφιλιώθηκε με έννοιες όπως η ανταγωνιστικότητα , η υγιής επιχειρηματικότητα, η αντίθεση στις συντεχνίες και άλλα πολλά. Τόσο η ιδιόμορφη ελληνική σοσιαλδημοκρατία επί Σημίτη όσο και η ανανεωτική Αριστερά έκαναν κάποια βήματα προς τον αριστερό ρεαλισμό την εποχή της αντιφατικής παγκοσμιοποίησης. Και σήμερα δεν υπάρχει λογικός αριστερός – πέραν της δογματικής και νεοδογματικής αριστεράς – που να μην αναγνωρίζει ότι πρέπει να περικοπούν προνόμια, μισθολογικά και άλλα, στις ΔΕΚΟ, τον ευρύτερο αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και στον στενό δημόσιο τομέα, ακόμα και στον ιδιωτικό εκεί όπου παρατηρούνται προκλητικές διαφορές και αποκλίσεις. Όμως η παρατήρηση του πρωταγωνιστή της γελοιογραφίας του Βολίνσκυ διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την ισχύ της και μας θυμίζει ένα από τα απαράβατα όρια ανάμεσα σε μια αριστερή η κεντροαριστερή επιλογή και την νεοφιλελεύθερη αντίληψη για μισθούς, συντάξεις και εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα. Να το πω όσο πιο καθαρά γίνεται: δεν υπάρχει αριστερό κόμμα ή διανοούμενος που θέλει να έχει αναφορά στην Αριστερά που να σφυρίζει αδιάφορα όταν προαναγγέλλεται ατέρμονη αλυσίδα περικοπών στον ιδιωτικό τομέα και διάλυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και αντικατάσταση τους με ατομικές. Που να μην εξοργίζεται όταν ο Πρόεδρος του ΣΕΒ την ώρα που για τους παραπάνω λόγους συντελείται ποντγκρόμ στον ιδιωτικό τομέα ισχυρίζεται υποκριτικά: «αφήστε εργοδότες και εργαζόμενους μόνους τους να τα βρουν. Αυτοί ξέρουν τι πρέπει να κάνουν για να σώσουν την επιχείρηση και τις θέσεις εργασίας». Και δεν μιλάμε για μικρές επιχειρήσεις που η επιβίωση τους εξαρτάται από την συνεννόηση του στριμωγμένου επαγγελματία με τους λίγους η και τον μοναδικό εργαζόμενο, μιλάμε για εργοστάσια, Super Markets, μεγάλες αλυσίδες. Δεν εκπροσωπεί μικροεπαγγελματίες ο ΣΕΒ. Φοβάμαι ότι το αμήχανο σήκωμα των ώμων ( ναι δεν είναι καλό, αλλά τι να κάνουμε , το επιβάλλουν τα μνημόνια) υποκρύπτει ηθελημένη η αθέλητη προσχώρηση σε ένα άλλο μύθο. Ότι όλα αυτά γίνονται επειδή δεν προχωρήσαμε γρήγορα στις μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα. Να συνομολογήσουμε την καθυστέρηση στην πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων που έπρεπε να πραγματοποιηθούν ανεξαρτήτως μνημονίων. Όμως απαιτείται μεγάλη δόση αφέλειας η ηθελημένης αυταπάτης για να πιστέψει εγγράμματος και πολιτικά υποψιασμένος άνθρωπος ( πόσο μάλλον διανοούμενος της Αριστεράς) ότι η συνταγή του ΔΝΤ για την Ελλάδα και για τον ιδιωτικό τομέα θα ήταν διαφορετική από αυτήν που εφαρμόστηκε σε όλες τις χώρες που παρενέβη το ΔΝΤ. Το αποτέλεσμα ήταν παντού το ίδιο δηλαδή άγριες περικοπές και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, χωρίς μάλιστα κατά κανόνα να υπάρξει – παρά το τεράστιο τίμημα – φως στο βάθος του τούνελ και έξοδος από την κρίση. Πλανώνται πλάνην οικτράν όσοι καλή τη πίστει ισχυρίζονται ότι τα μέτρα θα ήσαν ουσιωδώς διαφοροποιημένα και αισθητά πιο ήπια αν είχαν ευοδωθεί οι μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα. Και αυτό γιατί οι «μεταρρυθμίσεις» στον ιδιωτικό αποτελούν την ψυχή της παρέμβασης του ΔΝΤ και της τρόικας. Μας το είπαν όσο πιο καθαρά μπορούσαν – και μου κάνει εντύπωση ότι κάνουν σαν να μην το άκουσαν ορισμένοι - τόσο η κα Μέρκελ όσο και ο κ. Τόμσεν : «ο κατώτερος μισθός είναι αισθητά υψηλότερος από αυτό των Βαλκάνιων γειτόνων σας». Αυτή είναι η στόχευση και δεν θα άλλαζε αν είχαμε – όπως έπρεπε – προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Το ερώτημα είναι πολύ απλό: όσοι ζητάνε την απαρέγκλιτη εφαρμογή των συμφωνιών είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν και τους μισθούς Βουλγαρίας ώστε μακροπρόθεσμα να «πάρει εμπρός η οικονομία, να έρθουν επενδύσεις και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα» όπως μας λένε με σιγουριά όλοι οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού μαζί με τον βιομήχανο του Βολίνσκι; Η μακάβρια και εύστοχη επισήμανση του Κέϊνς «μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί» σα να κοροϊδεύει όσους εύκολα η δύσκολα, με ενθουσιασμό η «εξαναγκασμένοι» αποδέχονται τα τετελεσμένα.

« Μα η δανειακή σύμβαση είναι νόμος του κράτους, δημιουργεί ένα δεσμευτικό πλαίσιο και όπως είπε και ο Κουβέλης το κράτος έχει συνέχεια» είναι η τελευταία γραμμή άμυνας. Το ζήτημα είναι γιατί κάνει κάποιος αυτήν την αυτονόητη παραδοχή; Για να βουλιάξει μέσα της, να θεωρήσει τα πράγματα αμετάβλητα, τους συσχετισμούς σε Ελλάδα και Ευρώπη αναλλοίωτους και την πολιτική Μέρκελ Σαρκοζί επί της ουσίας (ακόμα και αν δεν το ομολογούν) ορθή και αναγκαστική στην μέχρι κεραίας εφαρμογή της; Ή για να προχωρήσει σε ένα σχέδιο σταδιακής απαγκίστρωσης από αυτήν, όπου πλευρές της δανεικής σύμβασης επαχθείς για τους εργαζόμενους και τους πολίτες θα αναθεωρούνται εν κινήσει αξιοποιώντας προοδευτικότερους συσχετισμούς σε Ελλάδα και Ευρώπη. Απέναντι στην μοιρολατρική αποδοχή των τετελεσμένων που επιβάλλει την απαρέγκλιτη εφαρμογή του μνημονίου(ΝΔ- ΠΑΣΟΚ) και την άμεση ανατροπή του μνημονίου, την αποχώρηση από την σύμβαση και την επιστροφή στην δραχμή( ΚΚΕ – ΣΥΡΙΖΑ – Λαϊκή δεξιά - Ακροδεξιά ) υπάρχει η πρόταση για αγώνα εντός της ευρωζώνης για την τροποποίηση της σύμβασης. Και όσοι με φανατισμό νεοφώτιστου σε κάθε τους πρόταση τους πνίγει η αγωνία μήπως δεν εφαρμοστεί μέχρι κεραίας η σύμβαση, είναι προφανές ότι δεν έχουν ούτε χρόνο ούτε κυρίως διάθεση να παλέψουν για απαγκίστρωση και τροποποιήσεις. Η διαφορά είναι μεγάλη και θα προσδιορίσει και την ψήφο καθενός σε ένα μήνα.