Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

τρίτος πόλος του Σωτήρη Βαλντέν


Από τις εκλογές της 17/6, η χώρα πρέπει να εξέλθει ικανή για να πετύχει ταυτόχρονα δύο στόχους:
  • (α) να παραμείνουμε στην ευρωζώνη και
  • (β) να τροποποιηθούν ουσιαστικά οι τρέχουσες πολιτικές, που έχουν υπερβεί τις αντοχές του ελληνικού λαού και καθιστούν την ανόρθωση της χώρας οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά αδύνατη.
Οι δύο στόχοι είναι αλληλένδετοι: αν βρεθούμε εκτός ευρωζώνης, το μαρτύριο του λαού θα ενταθεί. Αλλά και αν δεν τροποποιηθούν οι τρέχουσες πολιτικές που έχουν επιβληθεί από τα «μνημόνια», η χώρα θα βρεθεί εκτός ελέγχου και η έξοδος από το ευρώ θα ακολουθήσει αναπόφευκτα. Δυστυχώς, ενώ βρισκόμαστε μπροστά στη μεγαλύτερη πρόκληση από το 1974 και ενώ οι διεθνείς εξελίξεις διαμορφώνουν ένα ευνοϊκότερο ευρύτερο περιβάλλον, το πολιτικό μας σύστημα και οι εμφανιζόμενες ως εναλλακτικές λύσεις στις εκλογές είναι τραγικά ανεπαρκείς.

II

Τα δύο κόμματα που μονοπώλησαν την εξουσία κατά τις τελευταίες δεκαετίες  ενσαρκώνουν την παρακμή και τον εκφυλισμό του πολιτικού μας συστήματος, φέρουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για το ότι φθάσαμε ως εδώ και χρεώνονται με τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας και την υλοποίηση πολιτικών που αποδείχθηκαν καταστροφικές και ανεφάρμοστες.

Ο ελληνικός λαός τα αποδοκίμασε θεαματικά στις εκλογές του Μαΐου. Τα δύο αυτά κόμματα στερούνται κάθε αξιοπιστίας όταν σήμερα παρουσιάζονται ως «μεταρρυθμιστικές δυνάμεις», που μάλιστα θα επαναδιαπραγματευθούν με επιτυχία τα «μνημόνια». Γιατί άραγε να πετύχουν τώρα, αυτό που ούτε διανοήθηκαν να κάνουν προηγουμένως; Πιο σημαντικό όμως: πώς οι κατεξοχήν δυνάμεις της κακοδιοίκησης, της διαφθοράς και της ακινησίας θα ηγηθούν στην αναγκαία γιγαντιαία προσπάθεια αναγέννησης του τόπου;

Ειδικότερα η ΝΔ έχει προσθέσει στο βεβαρημένο φορτίο της και μιαν επιστροφή στο παρελθόν, με την υιοθέτηση στοιχείων της ακροδεξιάς ατζέντας σε θέματα όπως το μεταναστευτικό και την εξωτερική πολιτική αλλά και με έναν νέο αντικομουνισμό στην πολεμική που ασκεί κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι δε ιδιαίτερα ανησυχητικό ότι η τάση αυτή δεν υπηρετεί μόνο σκοπιμότητες εκλογικής τακτικής, αλλά αντανακλά και αυθεντικές πεποιθήσεις του προέδρου της ΝΔ και του στενού του περιβάλλοντος.

Με τα παραπάνω δεδομένα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν είναι πειστικά ως εγγυητές του ευρωπαϊκού δρόμου της χώρας. Η ταύτιση του ευρωπαϊκού δρόμου με την υπερψήφιση των δύο αυτών κομμάτων, καθιστά την Ευρώπη απωθητική για τον Έλληνα πολίτη. Το δίλημμα του ψηφοφόρου καταντάει να είναι ανάμεσα στο πόσο φοβάται ότι «ο Τσίπρας» θα τον βγάλει από την Ευρώπη και στο πόσο απεχθάνεται να ξυπνήσει στις 18/6 με νέα μέτρα και τις ίδιες πολιτικές και με τα ίδια πρόσωπα στην κυβέρνηση.

Από την άλλη πλευρά, ο εμφανιζόμενος ως αντίπαλος πόλος στη ΝΔ, δικαιολογημένα προκαλεί ανησυχίες ως προς την ικανότητά του να κρατήσει το ελληνικό σκάφος μέσα στον ευρωπαϊκό δίαυλο.

Δεν συμμερίζομαι τη δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε εκτός «δημοκρατικού τόξου» είναι το κόμμα αυτό (παρά την εξόχως προβληματική παρουσία στην ηγεσία του προσώπου που κηρύσσεται αλληλέγγυο με τον αρχιτρομοκράτη της 17Ν), ούτε μπορούμε να ταυτίζουμε τον αριστερό λαϊκισμό του, της «φιλολαϊκής» πλειοδοσίας, με τον ακροδεξιό λαϊκισμό της χυδαιότητας και μισαλλοδοξίας του κ. Καμμένου. Απλουστευτική είναι και η άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί την «ακινησία», ενώ τα δύο κατεστημένα κόμματα τις «μεταρρυθμίσεις»: συχνά ισχύει το αντίθετο και βέβαια το κρίσιμο είναι για ποιες μεταρρυθμίσεις γίνεται λόγος. Δεν πρέπει να υποτιμάται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ελκύει επειδή τα κατεστημένα κόμματα απωθούν. Είναι δε παράδοξο να κατηγορείται ο ΣΥΡΙΖΑ πως συγκεντρώνει τη «σαβούρα» άλλων κομμάτων (πράγμα που πάντα συμβαίνει σε κάποιο βαθμό με ανερχόμενες δυνάμεις) από όσους συνυπήρχαν μέχρι σήμερα επί δεκαετίες με αυτήν τη «σαβούρα».

Η αντι-τσιπρική υστερία, όταν μάλιστα προέρχεται από τους πρώτους υπεύθυνους για τα σημερινά μας χάλια, οδηγεί σε μια καθόλα αρνητική πόλωση ψυχροπολεμικού τύπου, ενισχύει τον «κακό» ΣΥΡΙΖΑ και υπονομεύει κάθε θετική εξέλιξη στο κόμμα αυτό. Και ο μεν κ. Σαμαράς, με τις καρτελίτσες που διαβάζουν οι εκπρόσωποί του στα τηλεοπτικά παράθυρα για τον ΣΥΡΙΖΑ, προφανώς επιδιώκει την νοσηρή αυτή πόλωση. Όμως, όταν ο κ. Βενιζέλος πηγαίνει σαν μαρτυριάρης μαθητής στον Γερμανό ομόλογό του για να καταγγείλει τον «κομμουνιστογενή»Αλέξη Τσίπρα, τι επιδιώκει άραγε; Στρώνει μήπως το δρόμο για την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για «κυβέρνηση με κορμό την υπεύθυνη κεντροαριστερά»;

Παρά ταύτα, η ιδεολογία και οι κυρίαρχοι πολιτικοί προσανατολισμοί του ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν σε μεγάλη απόσταση από αυτούς της σύγχρονης δημοκρατικής και μεταρρυθμιστικής αριστεράς και παραπέμπουν σε προηγούμενες δεκαετίες. Πιο κρίσιμα όμως, στη σημερινή συγκυρία, η ασάφειά του, πρώτα και κύρια όσον αφορά στη στάση που θα τηρούσε ως προς τις συμβατικές μας υποχρεώσεις έναντι των Ευρωπαίων εταίρων, είναι επικίνδυνη.

Είναι βέβαια κατανοητό ότι ένα κόμμα που ξεκίνησε μικρό και με έντονα ριζοσπαστικές θέσεις, στην πορεία προς την εξουσία εξελίσσεται σε πιο ρεαλιστικό. Αυτό δεν σημαίνει απλώς ότι είναι ασυνεπές, αλλά ότι ενδεχομένως συνυπολογίζει περισσότερο τους ευρύτερους συσχετισμούς. Είναι επίσης κατανοητό ότι η διαδικασία αυτή μετάβασης, εμπεριέχει και τη διατήρηση μιας συγκεχυμένης πολυφωνίας στο εσωτερικό του. Όλα αυτά δεν είναι καθόλου άγνωστα στην ελληνική πολιτική σκηνή, αν και η ασάφεια, αντιφατικότητα και πανσπερμία αντικρουόμενων θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ είναι εντυπωσιακή, ακόμη και για τα ελληνικά μέτρα.

Το μείζον πρόβλημα είναι δυστυχώς η απόλυτη έλλειψη συγχρονισμού ανάμεσα στις εξελίξεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και τις εξελίξεις στον ευρωπαϊκό και διεθνή στίβο. Και ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να παραγνωρίζει θεμελιωδώς τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς συσχετισμούς, όπου και θα κριθεί το ευρωπαϊκό μέλλον του τόπου.

Όταν στην προοπτική να αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα στην Ελλάδα, συνέρχεται το G8 και το «ευρωπαϊκό συμβούλιο», ενώ στην Κίνα ανησυχούν ότι θα ανακοπεί η αναπτυξιακή τους δυναμική, έχει σημασία να κατανοηθεί γιατί συμβαίνουν αυτά και να εξαχθούν τα ορθά συμπεράσματα.

Ο Αλέξης Τσίπρας φάνηκε να συμπεραίνει ότι το κόμμα του είναι η μία από τις δύο πυρηνικές υπερδυνάμεις που την τρέμει ο κόσμος όλος. Μια πιο ρεαλιστική ερμηνεία είναι ότι γύρω από την Ελλάδα κάτι μεγαλύτερο από την Ελλάδα (και τον ΣΥΡΙΖΑ) συμβαίνει διεθνώς. Αν το ευρώ και η διεθνής οικονομία ήσαν σταθερά, ουδείς θα ασχολείτο με εμάς. Αν πάλι ήταν βέβαιο ότι έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ αποκλείεται και πάλι δεν θα υπήρχε λόγος να ασχολούνται οι πάντες με εμάς. Όμως φαίνεται ότι φοβούνται πως όσα γίνονται στην Ελλάδα, μπορεί να αποτελέσουν το έναυσμα για μια μείζονα παγκόσμια κρίση, σε συνθήκες αυξανόμενης διεθνούς αμφισβήτησης της κυρίαρχης, γερμανικής έμπνευσης, ευρωπαϊκής πολιτικής. Και φαίνεται να μην αποκλείουν καθόλου το ενδεχόμενο της ελληνικής εξόδου, το οποίο φοβούνται, άλλος πολύ κι άλλος λιγότερο.

Το συμπέρασμα είναι ότι σε ένα τέτοιο ασταθές σύστημα, μια ελληνική στραβοτιμονιά θα μπορούσε να οδηγήσει σε δική μας έξοδο από το ευρώ, άσχετα αν μια τέτοια έξοδος θα συμπαρέσυρε ή όχι και το ίδιο το ευρώ. Και τέτοια στραβοτιμονιά θα ήσαν προφανώς μονομερείς ενέργειες της χώρας μας σε σχέση με τα «μνημόνια», ενέργειες που θα μας έφερναν σε κάθετη σύγκρουση -και χωρίς συμμάχους- με τη λυσσαλέα αμυνόμενη στο διεθνές πεδίο κ. Μέρκελ (Merkel).

Σ' αυτή λοιπόν τη συγκυρία, το να παίζουμε πόκερ με την τύχη της χώρας, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Είναι δε ακόμη πιο επικίνδυνο όταν οι σχετικές «μπλόφες» καθορίζονται όχι από το ίδιο το (ευρωπαϊκό) παιχνίδι, αλλά από τις δυναμικές και τους συσχετισμούς στην Ελλάδα ή, ακόμα χειρότερα, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη τη δεκαετία του '80 με τις αμερικανικές βάσεις, σήμερα δεν υπάρχει ο αναγκαίος χρόνος αλλά και η σταθερότητα του διεθνούς συστήματος που θα παρείχε τα περιθώρια στο ΣΥΡΙΖΑ να «προσγειωθεί», μαζί με τους οπαδούς του σε μια πιο ρεαλιστική γραμμή. Η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 17/6 θα πρέπει να επιλέξει ξεκάθαρα και αμέσως (για την ακρίβεια θα έπρεπε να το έχει ήδη ξεκαθαρίσει) ότι παραμένει στο ευρώ, δηλαδή ότι δεν θα παίξει κορώνα-γράμματα την παραμονή μας σ' αυτό. Κάθε άλλη τακτική αποτελεί τυχοδιωκτισμό. Η έλλειψη σαφήνειας στο κρίσιμο αυτό θέμα, υπονομεύει καίρια την αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ ως εναλλακτικού κυβερνητικού πόλου σ' αυτόν της ΝΔ.

Συνεπώς, από τους δύο εμφανιζόμενους ως αντίπαλους πόλους στις προσεχείς εκλογές,
  • ο μεν πρώτος αντιπροσωπεύει όλα όσα μας έφεραν ως εδώ και με ακροδεξιές προσθήκες,
  • ο δε δεύτερος παίζει με τη φωτιά διακινδυνεύοντας την παραμονή μας στην Ευρώπη.
Προκύπτει γι' αυτό η επιτακτική ανάγκη ενός «τρίτου πόλου» που ανάλογα με το βάρος που θα έχει, θα μπορέσει να συμβάλει και να εγγυηθεί τόσο την ανανέωση της πολιτικής στη χώρα μας και τη διέξοδο από τη σημερινή μη βιώσιμη κατάσταση, όσο και την παραμονή μας στην ευρωζώνη. Η «δημοκρατική αριστερά» (ΔΗΜΑΡ) συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις να αποτελέσει τον κορμό ενός τέτοιου τρίτου πόλου.

III

Πώς μεταφράζονται οι παραπάνω σκέψεις στην κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές;

Η κυβέρνηση των κεντροδεξιών φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων που προτείνει ο κ. Σαμαράς δεν είναι η δική μας αντίληψη για τη διέξοδο από την κρίση. Κατ' αρχήν, θα ήταν στην πραγματικότητα μια κυβέρνηση με ακροδεξιό στίγμα. Ακόμη δε και αν διευρυνόταν με το ΠΑΣΟΚ, θα ήταν μια κυβέρνηση-αντίγραφο αυτών που μας έφεραν ως εδώ, όσον αφορά στην ικανότητά της να ανορθώσει τη χώρα και να επαναδιαπραγματευθεί τα «μνημόνια». Τέλος, παρά τον οικονομικό λαϊκισμό του, ο κ. Σαμαράς δεν κρύβει τη νεοφιλελεύθερη ουσία των μεταρρυθμιστικών του ιδεών(ακραίες ιδιωτικοποιήσεις, φορολογικές απαλλαγές πρώτα και κύρια για το κεφάλαιο κ.λπ.).

Από την άλλη πλευρά, η «αριστερή» κυβέρνηση που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αδύνατη, καθώς την αποκλείει το ΚΚΕ, αλλά, ιδίως, επειδή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει κοινή βάση με το ΚΚΕ στο ζήτημα της Ευρώπης (και σε πολλά άλλα), εφόσον βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει σε έναν ευρωπαϊκό και δημοκρατικό δρόμο. Εξάλλου «αριστερή» κυβέρνηση χωρίς το ΚΚΕ δεν προκύπτει και αριθμητικά, ακόμη και στα καλύτερα δυνατά σενάρια για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΔΗΜΑΡ.

Από τη σκοπιά της δημοκρατικής αριστεράς, το ευκταίο κυβερνητικό σχήμα θα ήταν μια κεντροαριστερή («προοδευτική») κυβέρνηση, που θα συγκέντρωνε τρία καίρια χαρακτηριστικά:
  • σταθερό φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό,
  • αποφασιστικότητα και «λευκό ποινικό μητρώο» για μια μαχητική διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας, και
  • σοσιαλιστικό/σοσιαλδημοκρατικό στίγμα όσον αφορά στο περιεχόμενο ενός εθνικού προγράμματος ανόρθωσης της χώρας.
Δυστυχώς, από τους δυνατούς εταίρους σε ένα τέτοιο σχήμα, ο μεν ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι φερέγγυος ως προς την Ευρώπη, το δε ΠΑΣΟΚ βαρύνεται με πολλά και πρόσφατα αμαρτήματα και έχει πολύ δρόμο να διανύσει για να αποκαταστήσει μια στοιχειώδη αξιοπιστία ως σοσιαλιστική και αυθεντικά μεταρρυθμιστική δύναμη. Το ειδικό βάρος της ΔΗΜΑΡ θα ήταν κρίσιμος παράγοντας για το αν –παρ' όλα αυτά- μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να αποτελέσει μια λύση, ενισχύοντας την ευρωπαϊκή και ταυτόχρονα «αντιμνημονιακή» αλλά και μεταρρυθμιστική της αξιοπιστία, ειδικά στην περίπτωση (όχι την πλέον πιθανή) που τα τρία αυτά κόμματα θα συγκέντρωναν την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Έναντι μιας κεντροδεξιάς κυβέρνησης με κέντρο βάρους στη ΝΔ, αλλά ακόμη και μιας κεντροαριστερής με ισχυρότερο εταίρο τον ΣΥΡΙΖΑ, θα έπρεπε, πιστεύω, να αντιμετωπισθεί η λύση ενός ευρύτερου σχήματος. Τέτοια ευρύτερα σχήματα δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, επιθυμητά υπό κανονικές συνθήκες, καθώς η επιλογή σαφών ιδεολογικών/πολιτικών προσανατολισμών (και η εναλλαγή τους) αποτελεί, πιστεύω, ουσιώδες στοιχείο της δημοκρατίας.Όμως οι συνθήκες σήμερα στην Ελλάδα παίρνουν γοργά διαστάσεις μείζονος εθνικής κρίσης και οι διαφαινόμενες λύσεις με δεξιά ή αριστερή πλειοψηφία, δεν είναι επαρκώς φερέγγυες ή και πολιτικά βιώσιμες, ενώ δεν αποκλείεται να είναι και αριθμητικά ανέφικτες.

Προγραμματική βάση μιας τέτοιας ευρύτερης κυβέρνησης θα ήταν ένα εθνικό σχέδιο ανόρθωσης της χώρας, που θα περιείχε τα προς διαπραγμάτευση σημεία με τους εταίρους, αλλά πολύ περισσότερο τα εθνικά μέτρα και προτεραιότητες πάνω στα οποία θα στηριχτεί η έξοδός μας από την κρίση. Η ισχυρή παρουσία των προοδευτικών δυνάμεων θα εγγυόταν την πολιτική της βιωσιμότητα, τη μαχητική επαναδιαπραγμάτευση, τον παραμερισμό των φθαρμένων προσώπων, ενώ θα επηρέαζε θετικά και το χρώμα των πολιτικών της, θέτοντας φραγμό στις ακροδεξιές και νεοφιλελεύθερες ροπές. Ταυτόχρονα, η κυρίαρχη παρουσία όλων των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων θα αποτελούσε εγγύηση για μας και τους εταίρους μας, ότι δεν θα παίζουμε «εν ου παικτοίς».

Το κύριο εμπόδιο μέχρι στιγμής στην υλοποίηση ενός τέτοιου σχήματος, είναι οι φιλοδοξίες ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να κυριαρχούν στην όποια κυβέρνηση θα σχηματισθεί, αλλά και η προτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ για τον εύκολο ρόλο της αντιπολίτευσης. Η πόλωση που τροφοδοτούν τα δύο κόμματα, εξυπηρετεί και αυτόν το σκοπό. Θα πρέπει να ελπίσουμε ότι θα συνειδητοποιήσουν πως μετά τις 17/6, το εθνικό, αλλά και το δικό τους πια κομματικό συμφέρον, επιβάλλει μιαν αλλαγή πορείας. Και εδώ όμως το ειδικό βάρος της ΔΗΜΑΡ -της κύριας αν όχι και μόνης πολιτικής δύναμης που μπορεί να εργαστεί πειστικά και με συνέπεια για μια τέτοια κυβέρνηση- θα αποτελέσει πιστεύω κρίσιμο στοιχείο, τόσο για τη διαμόρφωση των όρων για το σχηματισμό της, όσο και για τη βιωσιμότητα και τον ορθό προσανατολισμό της.

Σε κάθε όμως περίπτωση, από τις εκλογές της 17/6 είναι ανάγκη να προκύψει κυβέρνηση. Τρίτες κατά σειράν εκλογές θα στερούσαν τη χώρα μας από ό,τι της απέμεινε σε διεθνή αξιοπιστία πως μπορεί να παρακολουθήσει το ευρωπαϊκό τρένο. Αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και προσφυγή σε νέες εκλογές, σημαίνει ρήξη με την Ευρώπη, λόγω εξάντλησης των χρονικών περιθωρίων. Το σενάριο αυτό θα πρέπει να αποκλεισθεί. Είναι γι' αυτό ιδιαίτερα σημαντικό ότι η ΔΗΜΑΡ έχει διακηρύξει αυτή τη φορά δημόσια και σαφώς ότι θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να προκύψει κυβέρνηση. Το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν και τα άλλα κόμματα.

Ο Σωτήρης Βαλντέν είναι ιστορικό στέλεχος της ανανεωτικής αριστεράς, με μακρά επαγγελματική εμπειρία στους κοινοτικούς θεσμούς