Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η Ελλάδα που αντιστέκεται. Του Πάνου Τσορμπατζόγλου


ΔΕΥΤΈΡΑ, 2 ΙΑΝΟΥΑΡΊΟΥ 2012

Η Ελλάδα που αντιστέκεται.

Του Πάνου Τσορμπατζόγλου

"... η Ελλάδα που αντιστέκεται η Ελλάδα που επιμένει κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει." Διονύσης Σαββόπουλος
Κι όμως!
Αυτή η «γλεντζού» Ελλάδα, η Ελλάδα του νταουλιού και των κλαρίνων, η Ελλάδα του τσίπουρου και της ελιάς, η Ελλάδα των ποιητών και των οραμάτων, η Ελλάδα του ακατάβλητου χαμόγελου και της χαράς ήταν εκεί! Παρούσα όσο ποτέ άλλοτε.
Να εξαντλεί τα ντεσιμπέλ της φωνής της άναρθρα μα και τόσο μελωδικά! Να κραυγάζει τα ανεξάντλητα αποθέματα της ελπίδας της κόντρα στην ομογενοποιημένη κατήφεια εγχώριων και εισαγόμενων αυθεντιών. Να εξορκίζει το «κακό» με κυκλωτικούς χορούς Διονυσιακής μανίας σε ήχους τυμπάνων και πνευστών που έρχονται από πολύ μακριά ακούραστοι στην μακρόχρονη διαδρομή τους.
Μια, καλοσυνάτη, γλυκιά παγωνιά, βοηθούσε τη διάθεση αυτών που εκεί έξω, στις πλατείες, τους δρόμους και τις στοές, δάγκωναν αποφασιστικά το ψωμοτύρι, τα κοψίδια και το χαλβά διεκδικώντας τη γεύση που στερήθηκαν καθώς η αδιέξοδη απαισιοδοξία των τελευταίων μηνών τους μπούκωνε με πίκρα το στόμα.
Με το τσίπουρο βιαστικά να περνά από το στόμα στο το στομάχι και από κει στο μυαλό και στις σκέψεις με ιριδίζοντα χρώματα γεμίζοντας με πολύχρωμο φως το γκρίζο μέλλον. Μια πόλη μια παρέα!
Ποιος είπε ότι η το ανορθολογικό «εγώ» των Ελλήνων δεν αντέχει τις ανοιχτοσιές των «πολλών»; Πού ήταν εχθές αυτοί που ισχυρίζονται ότι το «εμείς» δεν τολμά να ξεμυτίσει από τα όρια της οικογένειας, άντε και της γειτονιάς;
Αυτοσχέδια τραπέζια με ταπεινούς, μεζέδες είχαν απλωθεί όπου ο χώρος το επέτρεπε για να προσφέρουν μπουκιές χαράς σε όσους ‘θελαν να τους γευτούν. Κι αυτοί ήταν πολλοί! Όλοι προσκεκλημένοι-απρόσκλητοι στο ανέμελο οικογενειακό φαγοπότι! Όλοι οικοδεσπότες στο ενιαύσιο, αυτοσχέδιο τσιμπούσι!
Πρόσωπα χαμογελαστά, μάτια να λάμπουν την ακατάβλητη πίστη ότι όλα μπορούν και θα πάνε καλά. Και η οχλαγωγία να υψώνεται στον αέρα σαν μια άλλη ωδή της χαράς. Αυτής που στριμωγμένη στο βάθος του είναι μας, τολμά και ξεχύνεται με την πρώτη ευκαιρία διαλαλώντας την ύπαρξη της. Σε πείσμα των καιρών και των καταστάσεων.
Ποτέ άλλοτε η Θεσσαλονίκη δε γλέντησε με τέτοιο μαζικό και θυμωμένο τρόπο το τέλος ενός χρόνου που δεν άφησε πίσω του τίποτε καλό για να θυμόμαστε. Ήταν μια κόντρα απέναντι σε όλους αυτούς, (και στον εαυτό μας), που πιστεύουν ότι ως λαός φτάσαμε στο τέλος, κατάκοποι από τις κακουχίες και τα προβλήματα που, εν πολλοίς, οι ίδιοι δημιουργήσαμε.
Μια επιδιωκόμενη απόδειξη ότι, με κάποιο ιδιαίτερο τρόπο εμείς οι Έλληνες, όταν η ανάγκη της επιβίωσης αλλάζει δραματικά τις συνθήκες, μπορούμε να μεταλλαχθούμε γενετικά σε χρόνο ντε τε συνεχίζοντας έτσι απρόσκοπτα την ιστορική μας παρουσία. Το φαινόμενο, γιατί περί αυτού πρόκειται, έχει επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Θα επαναληφθεί και τώρα;
Ασφαλώς και μπορεί αρκεί η τελευταία μέρα του χρόνου που έφυγε να αποτελέσει πρόταση και παράδειγμα προς μίμηση. Πράγμα που έχει πάψει, δυστυχώς, να αποτελεί ευχή αλλά έχει καταστεί πλέον ανάγκη. Αδήριτη και επιτακτική.
Εδώ που φτάσαμε « όποιος δεν το καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει».