Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Οι συμμορίες του λευκού κολάρου αντεπιτίθενται


ΣΆΒΒΑΤΟ, 5 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011

Οι συμμορίες του λευκού κολάρου αντεπιτίθενται

Το editorial της Athens Review of Books, τχ. Νοεμβρίου 
Αθηναική Επιθεώρηση του βιβλίου
Στο ερώτημα «Πού ανήκει η Ελλάδα;» για πολλά χρόνια η απάντηση ήταν αυτονόητη. Ανήκαμε εις την Δύσιν και αργότερα στην Ευρώπη, στην ΕΟΚ, στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τελικά στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, την ευρωζώνη.
Όταν όμως έψαχνε κανείς τις διεθνείς στατιστικές της χώρας προέκυπτε μια περισσότερο σύνθετη εικόνα. Αλλού τα πράγματα ήταν παραδειγματικά: είμαστε, λόγου χάρη, η δέκατη έβδομη χώρα στη διάρκεια ζωής[1] και η εικοστή δεύτερη χώρα στον κόσμο στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης του UNDP (United Nations Development Program)[2]. Αλλού η εικόνα ήταν τελείως διαφορετική.
Πέφταμε στην τεσσαρακοστή θέση όταν επρόκειτο για την προστασία του περιβάλλοντος[3], στην εβδομηκοστή όγδοη θέση με βάση τον δείκτη αντιλαμβανόμενης διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας[4] και στην εκατοστή στον δείκτη διευκόλυνσης της επιχειρηματικότητας (ease of doing business[5]) της Παγκόσμιας Τράπεζας, μαζί με χώρες από τα βάθη του Τρίτου Κόσμου.
Το ίδιο προβληματιζόταν κανείς όταν έβλεπε επιμέρους πτυχές της κοινωνικής ανάπτυξης. Επί χρόνια, στη χρήση διαδικτύου βρισκόμασταν στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης των «27» και πολύ πίσω από πολλές χώρες του τέως σοβιετικού μπλοκ με πολύ χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης. Εξαιρετικά μεγάλα επίσης ήταν και είναι τα ποσοστά των πολιτών που απείχαν και απέχουν από την ανάγνωση βιβλίων. Το 41% των Ελλήνων το 2010 δεν διάβασε κανένα απολύτως βιβλίο[6].
Αναφερόμαστε στις ανισότητες αυτές όχι για να ερμηνεύσουμε τι συνέβη, αλλά για να επισημάνουμε ότι η πορεία προς το μέλλον, μετά από όλα όσα έχουν συμβεί, δεν είναι διόλου αυτονόητη. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι που μπορεί να οδηγήσει σε τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. Γιατί η ίδια η χώρα κρύβει μέσα της ταυτόχρονα ελπιδοφόρες και δημιουργικές δυνάμεις, στην επιστήμη, στα γράμματα, στην επιχειρηματικότητα, ακόμα και στο ίδιο το κράτος, αλλά και πλήθος οργανωμένων συμμοριών του λευκού κολάρου που κατοικοέδρευαν στις ίδιες ακριβώς περιοχές δραστηριότητας. Στο πλαίσιο ενός κοινωνικού συμβολαίου γενικευμένης ανοχής και συνενοχής, η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών –περιλαμβανομένων και πολλών από τους καλύτερους, εργατικότερους και δημιουργικότερους– είχαν συμβιβαστεί με το σύστημα αυτό και συμβίωναν αρμονικά μαζί του. Και το κοινωνικό αυτό συμβόλαιο ήταν εφικτό γιατί το τεράστιο κόστος του (από πλευράς οικονομικής αποτελεσματικότητας και αποσύνθεσης των θεσμών) καλυπτόταν πίσω από την καταναλωτική ευωχία που χρηματοδοτούσε ο άφρων δανεισμός και η καταστροφή του μέλλοντος.
Τώρα που τα χρήματα τελείωσαν και που έχουμε, στην καλύτερη περίπτωση, μπροστά μας μια δεκαετία λιτότητας και σκληρής δουλειάς, αν βέβαια η Ευρώπη συνεχίσει να μας βοηθάει, διαμορφώνεται το πλαίσιο για μια καθοριστική για το μέλλον πολιτική και κοινωνική σύγκρουση, από την οποία θα καθοριστεί η πορεία της χώρας για πολλές δεκαετίες. Οι συμμορίες του λευκού κολάρου και οι σύμμαχοί τους (άλλοτε στρατολογημένοι συνειδητά πράκτορες της βίας και του ανορθολογισμού και άλλοτε καθοδηγούμενες μάζες, που ακολουθούν τυφλωμένες από την οργή και την απόγνωση) παίζουν το τελευταίο τους χαρτί.
Αν η Ελλάδα μείνει στην Ευρώπη και στο ευρώ, τότε αργά ή γρήγορα οι συμμορίες θα αναγκαστούν στην πλειονότητά τους να αυτοδιαλυθούν και –ω, της φρίκης!–, θα πρέπει να ζήσουν με βάση την ικανότητά τους να παράγουν και τη διάθεσή τους να εργάζονται. Η απομύζηση του κοινωνικού συνόλου, μέσα από ένα σύστημα περίπλοκων κοινωνικών αλληλοεκβιασμών, θα πάψει να αποτελεί το κύριο μέσον ανόδου και πλουτισμού στη χώρα.
Αντίθετα, αν βρεθούμε πίσω στη δραχμή, τότε το μέλλον για τις συμμορίες διαγράφεται λαμπρό. Θα κάνουν καταρχήν μια πρώτη μεγάλη μπάζα, αφού, ως κύριοι διακινητές του μαύρου χρήματος στη χώρα, κατεξοχήν διαθέτουν μετρητά στο εξωτερικό και θα μπορέσουν, σε μια εποχή που οι καταθέσεις των υπολοίπων θα μετατρέπονται σε υποτιμημένες δραχμές και το βιοτικό επίπεδο θα πέφτει, να αγοράσουν σε τιμή ευκαιρίας την περιουσία και τους κόπους των υπολοίπων. Κάτι σαν αυτό που έγινε στη διάρκεια της Κατοχής και αμέσως μετά την Απελευθέρωση. Παράλληλα θα μπορέσουν και πάλι να χρησιμοποιήσουν την πολιτική διαδικασία για να συνεχίσουν την απομύζηση του κοινωνικού συνόλου, με μίζες, διαφθορά και συντεχνιακές παροχές, αφού θα τυπώνουν χρήμα στον Χολαργό και θα στέλνουν τον λογαριασμό σε όσους δεν μπορούν να προσαρμοστούν στον εκρηκτικό πληθωρισμό (μισθωτούς και συνταξιούχους κυρίως του ιδιωτικού τομέα). Η χώρα θα γίνεται όλο και πιο φτωχή και εκείνοι όλο και πιο πλούσιοι.
Για να το πετύχουν αυτό θα χρησιμοποιήσουν ασφαλώς κάθε δυνατό μέσο. Στην πολιτική θα επιβιώνουν, μέσα στο περιβάλλον αυτό της φτώχειας και των κοινωνικών συγκρούσεων και ακροτήτων, όσοι μπορούν (και έχουν τη διάθεση) να πληρώνουν μπράβους για να τους προστατεύουν και συναλλασσόμενα μέσα ενημέρωσης για να τους προωθούν. Όσοι δηλαδή θα διαθέτουν πολύ και μαύρο χρήμα, αλλά και αντίστοιχη «τεχνογνωσία» και «ηθικό υπόβαθρο» για να το χρησιμοποιήσουν. Η Ελλάδα από την περιφέρεια της Ευρώπης θα μετακινηθεί στην καρδιά των Βαλκανίων και στην περιφέρεια της νέας ισχυρής Τουρκίας.
Για να συμβούν όλα αυτά απαιτείται βεβαίως η ελληνική κοινωνία, τυφλωμένη από τα πάθη και τα παθήματά της, να δείξει τάσεις αυτοκτονίας. Με δεδομένο ότι πάνω από το 70% των πολιτών, όπως δείχνουν οι έρευνες της κοινής γνώμης, συνεχίζει να επιμένει να θέλει να παραμείνει η χώρα στο ευρώ –κι αυτό παρά τις σκληρότατες συνθήκες που βιώνονται πλέον ατομικά–, για να οδηγηθούμε στην καταστροφή απαιτείται και κάποιος πολιτικός συνένοχος. Κάποιος που θα είναι ταυτόχρονα ανόητος και μωροφιλόδοξος, αδίστακτος και φανατικός και θα βρεθεί την κατάλληλη στιγμή σε θέση να οδηγήσει τη χώρα με την ψήφο (ή την αποχή) του λαού στην καταστροφή.
Στην πιο μαύρη ώρα της γερμανικής κατοχής, το 1941, ο μεγάλος άγνωστος της ελληνικής κοινωνιολογίας, ο Ευάγγελος Λεμπέσης, έγραφε:
«Εις την κατηγορίαν ταύτην [βλακών ανερχομένων στην εξουσία] ανήκουν και οι “ευφυέστατοι” εκείνοι αρριβισταί πάσης φύσεως του δημοσίου βίου, οι οποίοι φρονούν ότι δεν έχει καμμίαν σημασίαν τι λέγει και τι πράττει τις σήμερον και αύριον. Διότι “εν τη συγχίσει του λαού τα πάντα λησμονούνται”, παραγνωρίζοντες οι ατυχείς το γεγονός, ότι αν τυχόν λησμονεί ο “λαός”, δεν λησμονούν όμως τα στελέχη και οι ηγέται του και ότι και αν ακόμη ολόκληρος ο λαός αποτελείται από λωποδύτας και παληανθρώπους, ο αυτός όμως ακριβώς λαός έχει την μοχθηράν αξίωσιν να μη είναι τοιούτοι οι παρ’ αυτού αναδεικνυόμενοι...»[7]
Η πλειονότητα του λαού, παρά τον πολυετή εκμαυλισμό, έχει το ένστικτο αυτοσυντήρησης να επιθυμεί να παραμείνει στην Ευρώπη και την «μοχθηράν αξίωσιν» να τον κυβερνήσουν οι κατά το δυνατόν καλύτεροι. Όμως τίποτε δεν είναι βέβαιο και τίποτε δεν έχει κριθεί χωρίς την συνειδητοποίηση των όσων πραγματικά διακυβεύονται και την πολιτική δράση όλων όσων ειλικρινά –ανεξαρτήτως πολιτικής καταγωγής και προέλευσης– θέλουν να μείνει η Ελλάδα στην Ευρώπη. Η ARB υπόσχεται ότι θα στηρίξει την προσπάθεια αυτή των όποιων δυνάμεων της προόδου και του ορθολογισμού, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Είναι υπόθεση ατομικής και εθνικής επιβίωσης.
— Τhe Athens Review of Books

Δεν υπάρχουν σχόλια: