Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Μνημόνιο και Μεταρρύθμιση

Μνημόνιο και Μεταρρύθμιση

το πλοίο των τρελών... 

Μετά το χθεσινό πράσινο φως από το Ecofin για επιμήκυνση αποπληρωμής του ελληνικού δανείου με μείωση του επιτοκίου, και μπροστά στις τελικές αποφάσεις της ΕΕ, στις 25 Μαρτίου, ανοίγει ένα τεράστιο θέμα: 
Υπάρχει μεταρρυθμιστικό μέτωπο στην Ελλάδα και από ποιους αποτελείται; 
Υπάρχει μεταρρυθμιστική βούληση στα πολιτικά κόμματα κυβέρνησης και αντιπολίτευσης ή το παλιό πολιτικό σύστημα θα σταματήσει οποιαδήποτε αλλαγή στοιχιζόμενο πίσω από τις συντεχνίες και το πελατειακό ληστρικό σύστημα του ελληνικού παρασιτικού τριτοκοσμικού καπιταλισμού των πενήντα χιλιάδων οικογενειών; 
Και ποιος θαρραλέος πολιτικός λόγος θα πει τα πράγματα με το όνομά τους; 
Μέχρι να ακούσουμε κάποια σαφή απάντηση, βασιζόμαστε στη συμβολή των ενεργών πολιτών αυτής της χώρας, στην διατύπωση εναλλακτικών στο Μεγάλο Θέμα: Μνημόνιο και Μεταρρύθμιση.
Μια τέτοια συμβολή ακολουθεί:

από το ιστολόγιο Μη μαδάς τη μαργαρίτα

του Ευθύμη Δημόπουλου*

Η γενέθλια πράξη για την αναδιοργάνωση της ελληνικής κοινωνίας, την ανασυγκρότηση του πολιτικοοικονομικού συστήματος και την αναζήτηση μιας νέας συλλογικής αυτογνωσίας είναι η κρίση και η υπογραφή του Μνημονίου. Πριν από αυτή την εξέλιξη ένα βαρύ παραπέτασμα πολιτικής απάτης, ευωχίας και συνήθειας κάλυπτε τα πάντα.
Ο κίνδυνος χρεωκοπίας δεν απασχολούσε το δημόσιο λόγο και την κοινή γνώμη. Οι οιωνοσκόποι της πολιτικής ελίτ, της δημοσιογραφίας και της κρατικής γραφειοκρατίας δεν προμήνυαν τα όσα ακολούθησαν. Οι λιγοστές φωνές που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου ενοχλούσαν. «Αφού δεν είχαν νέα ευχάριστα να μας πουν καλύτερα να μη μας πουν κανένα». Ο λόγος των κομμάτων εξουσίας περιστρέφονταν γύρω από τη συνήθη δικομματική αντιπαλότητα, η κυβερνητική δράση υπαγορεύονταν από τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Η αριστερά συνέχιζε το αγαπημένο της πολιτικό σπορ: γενικόλογη καταγγελία των κυβερνήσεων, του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού. Η κριτική της για την παθολογία του μεταπολιτευτικού καθεστώτος εξαντλούνταν στην ανατροπή του δικομματισμού ή παρέπεμπε στο σοσιαλιστικό μέλλον. Ο συνδικαλισμός ασκούνταν στην πρωϊνή «αγωνιστική» γυμναστική, φροντίζοντας το μικροσυμφέρον της συντεχνίας και το βράδυ μοίραζε τις θέσεις του οριζόντιου κομματικού κράτους. Η οικονομία κυλούσε στις ράγες της μεταπολίτευσης: φθηνός εξωτερικός δανεισμός, διαπλοκή μεγαλοεργολαβίας και κράτους, χαμηλή ανταγωνιστικότητα, εκτίναξη των εισαγωγών, μαζική φοροδιαφυγή. Κράτος και προϋπολογισμοί φούσκωναν σαν μπαλόνια από ρουσφέτια, σκάνδαλα, μίζες και ελλείμματα. Το Ασφαλιστικό βούλιαζε, το περιβάλλον λεηλατούνταν. Η υποβάθμιση της καθημερινής ζωής στην πόλη και το μεταναστευτικό βρίσκονταν στα όριά τους αλλά οι λύσεις αναβάλλονταν. Τα greekstatistics συντηρούσαν το παραμύθι της ανάπτυξης και της εξαπάτησης, η κοινωνία χρεωνόταν για να αλλάξει συνθήκες ζωής ή status. Η δημοσιοϋπαλληλία, βαθιά αλλοτριωμένη, διευθετούσε ράθυμα τα καθιερωμένα ενώ οι μηχανισμοί ελέγχου «λάδωναν» τις μηχανές τους. Το σύστημα αυτορυθμιζόταν αλλά αρνούνταν λυσσασμένα τις μεταρρυθμίσεις. Οι κυβερνήσεις εκλέγονταν τάζοντας, η τελευταία με το σύνθημα «Λεφτά υπάρχουν».
Και ξαφνικά το σκηνικό καταρρέει. Η χώρα φτάνει στο κατώφλι της χρεωκοπίας και εκπέμπει ΣΟΣ. Η Ε.Ε., βρισκόμενη και η ίδια στη δίνη μιας κρίσης απροσδιορίστων διαστάσεων, ενεργοποιεί το μηχανισμό στήριξης. Υπογράφεται Μνημόνιο ανάμεσα στην Ευρωζώνη, το ΔΝΤ και το ελληνικό κράτος. Η χορήγηση των δόσεων προϋποθέτει σαφείς και μετρήσιμες αλλαγές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η εξέλιξη αυτή, με όλες τις οδυνηρές επιπτώσεις της στο εισόδημα μικροσυνταξιούχων και μισθωτών, έχει ριζοσπαστική επίδραση στην ελληνική πολιτική και οικονομική πραγματικότητα.

Η υπογραφή του Μνημονίου και η λειτουργία των ελεγκτικών μηχανισμών του «στριμώχνουν» τον παραδοσιακό πολιτικαντισμό και τα πελατειακά του παράγωγα, περιορίζουν τις δυνατότητες ελιγμών τους. 
Ωστόσο, ακόμη και τώρα, την ύστατη ώρα, οι δυνάμεις της χρεωκοπίας φατριάζουν, αποποιούνται των κολοσσιαίων ευθυνών τους, καμώνονται τους υπερασπιστές των «λαϊκών δικαίων», παραπλανούν την κοινή γνώμη, επιχειρούν να συρρικνώσουν τα ελλείμματα μέσα από οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, αρκεί να μη θίξουν τα ισχυρά επαγγελματικά λόμπι. 

Το υπάρχον πολιτικό προσωπικό διαστέλλει διαρκώς τον πολιτικό χρόνο, επιδιώκοντας απανωτές παρατάσεις και ελίσσεται ώσπου να ευνουχίσει τη μεταρρύθμιση, μετατρέποντάς την σε μια ακόμη «φούσκα». Πανομοιότυπη τακτική ακολούθησε και σε προηγούμενες φάσεις, όταν δυνάμεις του πολιτικού ορθολογισμού, του αστικού εκσυγχρονισμού και της μεταρρύθμισης στη χώρα μας είτε διαβρώθηκαν είτε ηττήθηκαν κατά κράτος από πανίσχυρα κατεστημένα συμφέροντα. 

Χωρίς τους πιεστικούς και λεπτομερείς ελέγχους των μηχανισμών επιτήρησης είναι απίθανο το ελληνικό πολιτικό σύστημα να επιχειρούσε ακόμη και τις ελάχιστες διαρθρωτικές αλλαγές. Χωρίς την παρουσία της «τρόικας» δε θα εξασφαλίζονταν οι στοιχειώδεις εγγυήσεις μεταρρύθμισης. 

Στο πλαίσιο εφαρμογής του Μνημονίου έχουμε τη δυνατότητα, αξιοποιώντας τη δυτικοευρωπαϊκή παρέμβαση - για μια ακόμη φορά στη νεότερη ελληνική ιστορία - και αφυπνίζοντας εθνικές κοινωνικές δυνάμεις να εξυγιάνουμε το πολιτικό σύστημα, να αλλάξουμε τους χρόνους του και τα περιεχόμενα δράσης του. Άλλωστε ειδικά σήμερα, σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον αυξανόμενων αλληλεξαρτήσεων, η διέξοδος στις κρίσεις δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά εθνική αλλά έχει την ανάγκη συνδρομής και εποπτείας υπερεθνικών πολιτικών και οικονομικών υποκειμένων. Δεν είναι τυχαίο πως και η ίδια η συζήτηση για την ευρωπαϊκή ενοποίηση απόκτησε νέο περιεχόμενο μετά την εκδήλωση της κρίσης και την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης.

Καθοριστική είναι η συμβολή του Μνημονίου και στην αξιοποίηση δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας που βρίσκονται υπό δίωξη ή εν υπνώσει. Το κρίσιμο ζητούμενο σήμερα είναι οι επιχειρήσεις μας να παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα, να παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες, να προσελκύσουμε επενδυτές, να καινοτομήσουμε, να τεχνοοργανωθούμε, να εκσυγχρονιστούμε εκπαιδευτικά και να παράγουμε πλούτο, για να μπορούμε στη συνέχεια να τον αναδιανείμουμε. 
Οι στόχοι αυτοί προϋποθέτουν τη συρρίκνωση του πελατειακού κράτους και του γραφειοκρατικού παρασιτισμού, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, την αναδιοργάνωση του άδικου και χαοτικού φορολογικού συστήματος, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, τη συγχώνευση επιχειρήσεων και τραπεζών, την ακύρωση των ολιγοπωλιακών πρακτικών και πάνω απ’ όλα την αναζήτηση συναινέσεων για τη συνυπογραφή νέων κοινωνικών και εργασιακών συμβολαίων ανάμεσα στον κόσμο του κεφαλαίου και της εργασίας, ανάμεσα στην αγορά και τους ελεύθερους επαγγελματίες. 
Ουσιαστικά χρειαζόμαστε μια ισχυρή δόση καπιταλιστικού ορθολογισμού για την αναδιοργάνωση της επιχειρηματικότητας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Βέβαια η έξαλλη αριστερά και οι επιβιώσεις του αριστερού λαϊκισμού σοκάρονται μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο, αλλά οι αντιδράσεις τους ουδόλως απασχολούν τους επιχειρηματίες και μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα ή τους ανέργους. Άλλωστε, γιατί η διέξοδος από την κρίση πρέπει να είναι αποκλειστικά «αριστερή» και η πολυσυζητημένη ανάπτυξη θα πρέπει να γίνει μόνο με τα λεφτά του κράτους; 

Πουθενά στον κόσμο δεν παράγεται πλούτος έξω από το πλαίσιο καπιταλιστικών κανόνων ούτε με εξουδετέρωση της κουλτούρας του επιχειρείν. Γιατί εδώ πρέπει να συμβεί κάτι διαφορετικό; Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας αριστερής συνείδησης δεν αποδέχεται ακόμα πως ο δυτικός καπιταλιστικός κόσμος, στον οποίο θέλουμε να ανήκουμε, δεν είναι μόνο η στερεοτυπική εικόνα της ζούγκλας που προβάλλουν τα κακέκτυπα του μαρξιστικού κοσμοειδώλου αλλά και ένας κόσμος κανόνων, συμφωνιών, θέσεων εργασίας, καινοτομίας, εφευρετικότητας, έρευνας, επιστημονικών εφαρμογών και επαγγελματισμού. Και ενώ αυτόν τον κόσμο το μεταπολιτευτικό σύστημα τον επικαλούνταν ρητορικά ως στρατηγικό στόχο την ίδια στιγμή τον κατέπνιγε μέσα σε ένα περιβάλλον επιδοτούμενης αδράνειας και παρασιτισμού.
Υπό προϋποθέσεις το Μνημόνιο μπορεί να αποτελέσει έναν από τους καταστατικούς όρους της μεταρρυθμιστικής ανασυγκρότησης στη χώρα μας. Είναι λοιπόν καταστροφολογική και βαθιά λαϊκιστική η ρητορική που εκλαμβάνει την υπογραφή του Μνημονίου ως πράξη απώλειας της εθνικής κυριαρχίας και υποθήκευσης της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.

*Ο Ε. Δημόπουλος είναι δάσκαλος στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση
Οι υπογραμμίσεις είναι του Leo

Δεν υπάρχουν σχόλια: